- κίτρινος
- -η, -ο (AM κίτρινος, -ίνη, -ον)αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)νεοελλ.1. ωχρός στην όψη, χλομός2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινοα) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που έχει το χρώμα αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο τού αργύρου» γ. «το κίτρινο τού χρωμίου» δ. «το κίτρινο τής κινολίνης»)β) ο κρόκος τού αβγού, το κιτρινάδι3. φρ. α) «κίτρινη φυλή» — η μογγολική φυλήβ) «κίτρινος πυρετός» — οξεία λοιμώδης νόσος τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη ράχη, υψηλό πυρετό, ναυτία, εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερογ) «κίτρινος τύπος» — το σύνολο τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους τού κιτρινισμούδ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστεςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο κιτριά ή αυτός που προέρχεται από αυτό το δέντρο («κίτρινον ξύλον», Δίων Κάσσ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίτρινοναλοιφή με κίτρινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο(ν) + κατάλ. -ινος, χαρακτηριστική τής ύλης ή τού χρώματος (πρβλ. ξύλ-ινος, πράσ-ινος).ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κιτρινάδανεοελλ.κιτρινάδι, κιτρινιάζω, κιτρινιάρης, κιτρινίζω, κιτρινίλα, κιτρινωπός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κιτρινοειδήςμσν.κιτρινοβυσσινάτος, κιτρινογένηςνεοελλ.κιτρινοβαμμένος, κιτρινοκόκκινος, κιτρινόμαυρος, κιτρινοπούλι, κιτρινοπράσινος, κιτρινοσιδηρίτης, κιτρινοφυλλιάζω, κιτρινόχροια, κιτρινόχρους. (Β' συνθετικό) ολοκίτρινος, χρυσοκίτρινοςνεοελλ.ακροκίτρινος, ανοιχτοκίτρινος, ασπροκίτρινος, αχνοκίτρινος, βαθυκίτρινος, ερυθροκίτρινος, καστανοκίτρινος, κατακίτρινος, καφεκίτρινος, κοκκινοκίτρινος, μαυροκίτρινος, μελανοκίτρινος, ξανθοκίτρινος, πρασινοκίτρινος, σταχτοκίτρινος, υποκίτρινος, φαιοκίτρινος, χλομοκίτρινος, ωχροκίτρινος].
Dictionary of Greek. 2013.